δακρυοπότιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυοπότιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δακρυοπότιστος ἐπίθ. Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 97 Δ. Σάρρ., Εὐριπ. Μήδ., 28 - Λεξ. Δημητρ. διακρυπότιστος Γ. Σουρῆ, Ἅπαντ. 2, 217 Φ. Πανᾶ, Λυρικ. 67, 119 καὶ 407.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δακρυοποτίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ δακρυποτίζω.

Σημασιολογία

Ὁ οἱονεὶ ὑπὸ δακρύων ἐμποτισμένος ἔνθ᾿ ἀν.: Δακρυοπότιστος καημός. Δακρυοπότιστη ἀγάπη Λεξ. Δημητρ. Μάτιˬα δακρυπότιστα Δ. Σάρρ., ἔνθ. ἀν. || Ποιήμ. Πικρὸ καὶ δακρυπότιστο μασοῦνε τὸ ψωμί τους κιˬ ὥρα τὴν ὥρα καρτεροῦν κιˬ ἄλλο νεκρὸ νὰ δοῦνε Φ. Πανᾶ, ἔνθ᾿ ἀν., 67. Στεφανώσετε μὲ δάφνης δακρυπότιστα κλωνάρια καὶ τὰ ξένα παλληκάριˬα. Γ. Σουρῆ, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/