ἀπέσω-κ' ἔσω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπέσω-κ' ἔσω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπέσω-κ᾽ ἔσω ἐπίρρ. ἀπέσκέσ’ Πόντ. (Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπισκέσ’ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ.) ἀπισέσ’ Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἐπιρρηματ. συνεκφορᾶς ἀπέσω κ’ ἔσω. Τὸ ἀπιδέσ’ κατὰ τὸ ἀπισαικά, περὶ οὗ ἰδ. *ἀπέσω-καὶ κάτω.
Σημασιολογία
1) Ἐντός, ἔνδον που, μέσα κάπου Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.): Γυρίζ’ ἀπισκέσ’ ᾽ς σ᾽ ὁσπίτ᾽- ᾿ς σὸ χωράφ’ (περιφέρεται μέσα 'ς τὸ σπίτι- εἰς τὸ χωράφι). Τὸ χτῆνον τρέσ’ ἀπισκέσ’ ᾿ς σὸ χωράφ’ (ἡ ἀγελάδα τρέχει ἀνὰ τὸ χωράφι, κατὰ τὴν ἔκτασιν τοῦ ἀγροῦ) Χαλδ. Πορπατεῖ ὁ τσύρι μ᾿ ἀπιδέσ’ ᾽ς σὸ χωράφ᾿ Ὄφ. β) Ἀνὰ μέσον, μεταξὺ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Ἁντὰ πέειναμε ’ς σὰ ζὰ ἀπικέσ’ ᾿ς σὰ χωράφ (ὅταν ἐπηγαίναμεν εἰς τὰ ζῷα μεταξύ, διὰ μέσου τῶν ἀγρῶν) Ὄφ. Ἐκεῖνος ἔφευεν ἀπαδά-ἀκεῖ ᾽ς τὰ κεέδες ἀπισκέσ’ ’ς τὰ πρόβατα καὶ ᾽κ᾿ ἐπιάσκουτουν (ἐκεῖνος ἔφευγε ἀπεδῶ κι ἀπεκεῖ ᾿ς τοὶς γωνίες ἀνάμεσα ’ς τὰ πρόβατα καὶ δὲν ἐπιάνετο. Ἐκ παραμυθ.) Τραπ. 2) Χρονικῶς ἁπλῶς ἢ ἐπαναλαμβανόμενον, ἐνίοτε, πότε πότε Πόντ. (Τραπ. Σάντ.): Ἀπικέσ’ κιˬ ἀπικέσ’ ἔρται (ἔρχεται) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA