γλιτσιˬὰς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιτσιˬὰς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλιτσιˬὰς ὁ, ἐνιαχ. γλιτζιˬὰς Δ. Καββάδ., Βοταν. - Φυτολ. λεξ., 4018.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίτσα.
Σημασιολογία
Τα φυτά: α) Ὑοσκύαμος ὁ λευκὸς (Hyoascymus albus) καὶ β) Ὑοσκύαμος ὁ μέλας (Hyoscymus niger), ἀμφότερα τῆς οἰκογ. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae). Συνών. ἀγριοκαπνός, ἀγριοτούτουνο, ἀρζάκι, γεροντάκι 3, γέροντας Β2, γέρος Β10, γερούλι, γιˬατρὸς Β3, γλύκυˬαμος, γλοιˬδᾶς, δαιμοναριˬά, δίσκυˬαμος, δοντόχορτο, λιτσάρμο, σκυˬάμος, στρουμπάρα, τρίσκυˬαμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA