ἀπέτρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπέτρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπέτρωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀπέτρωτο τό, Πελοπν. (Γορτυν.) ἀπέτρουτου Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. πετρωτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καλυφθείς, ὁ μὴ καταπλακωθεὶς διὰ πετρῶν, ὁ μὴ πετρωμένος πολλαχ. β) Ὁ μὴ στερεωθεὶς διὰ πετρῶν πολλαχ.: Ἀπέτρωτα κεραμίδιˬα. 2) Ὁ μὴ ἔχων πέτρας, ἐπὶ τόπου Θήρ. Σύμ.: Βουνὰ ἀπέτρωτα Θήρ. Συνών. ἄπετρος. β) Οὐδ. οὐσ., τόπος ὅπου ἐλλείπουν πέτραι Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν.): ᾌσμ. Κάλλιˬο νὰ φάῃ τὰ νύχιˬα του, τὰ νυχοπόδαρά του, παρὰ νὰ φάῃ τὴν πέρδικα τὴν ἀηˬδονολαλοῦσα, ποῦ κάνει ἀβγὰ ᾽ς τ᾿ ἀπέτρωτα, βγάνει πουλλιˬὰ ᾽ς τὰ πλάγιˬα (μοιρολ.) Γορτυν. Πιτρίτ’ ἀποὺ τ᾿ ἀπέτρουτα κὶ σταυραεˬτὲ ᾿π᾿ τοὺς κάμπους Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA