ἀπεύκαιρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεύκαιρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπεύκαιρος ἐπίθ. ᾽πόφτσαιρος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. εὔκαιρος.

Σημασιολογία

1) Κενός. Συνών. ἀγέμιστος 1, ἀγέμωτος, ἀδε͜ιανὸς 2, ἀδε͜ιᾶτος 2, ἄδε͜ιος 2, εὔκαιρος. 2) Ὡς οὐσ., πορδή. 3) Μάταιος, ἐπὶ ἀνθρώπου. Συνών. φαντασμένος (ἰδ. φαντάζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/