γλιτσὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλιτσὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλιτσὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. γλιτζὸς Μ. Στεφανὶδ., Λαογρ. 9 (1926), 448 γριντσὸς Πόντ. (Ἀμισ. Σινώπ.) γριντζὸν Πόντ. (Χαλδ.) γριντζὸ Πόντ. (Σινώπ.) γριντσὸ Πόντ. (Σινώπ.) γρίντζος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) γριντὸν Πόντ. (Ἀμισ.) γλίτσους Ἤπ. (Κουκούλ.) γκλίτσους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίτσα, εἰς τὸ ὁπ. καὶ γλίτζα, γρίντσα, γρίντζα.

Σημασιολογία

1) Ρυπαρός, ἀκάθαρτος Πόντ. (Ἀμισ. Σινώπ. Χαλδ.): Τὰ ροῦχα σου γριντσὰ εἶναι Ἀμισ. Ρίχ᾿το το κοντόι ᾿ς τὰ γριντσὰ (κοντόι = κοντὸ παλτὸ) Σινώπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλίτσος Θάσ. Λέσβ. (Μυτιλην.) Λῆμν. 2) Γλοιώδης, μαλακὸς Ἤπ. (Κουκούλ.): Αὐτὸ τὸ τυρὶ γί᾿κι ντὶπ γλίτσους β) Ἐπὶ ἄρτου, ὁ ἀτελῶς ἑψημένος καὶ διά τοῦτο γλοιώδης Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τοὺ ψουμὶ εἶνι γκλίτσους, δὲ μπουρῶ νὰ τοὺ φάου. 3) Ἐπὶ παιδίου, τὸ χοιραδικὸν καὶ ἀδύνατον Πόντ. (Χαλδ.): Ἅμον γρίντζος ἔν᾽. β) Ὁ ἠλίθιος Πόντ. (Κερασ.): Ἅμον γρίντζος τερεῖ. 4) Ὡς οὐσ., πέτρωμα εὔθρυπτον, ὅπερ ἀναμειγνυόμενον μεθ᾿ ὕδατος παρέχει πηλὸν λιπώδη Μ. Στεφανίδ., λαογρ. 9 (1926), 448.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/