ἀπευκαιρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπευκαιρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπευκαιρώνω Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) ἀποφκαιρώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀποφταιρών-νω Κύπρ. ᾿ποφταιρών-νω Κύπρ. Μέσ. ἀπευκαιροῦμαι Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. εὐκαιρώνω.

Σημασιολογία

1) Ἐκκενώνω τι τελείως, Κύπρ.: Ἐποφταίρωσεν τὸ πιθάριν. || Φρ. Ὁ ἄρρωστος ἐποφταίρωσεν πολλὰ (ἐξηντλήθη, ἰσχνάνθη). Καὶ ἀμτβ. ἐκκενώνομαι: Φρ. Εἶπα τοῦ τα τσι ἀποφταιρών-ν’ ἡ κοιλιˬά μου τώρα. Συνών. *ἁπευκαιρέζω. β) Περατώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὅ,τι κ᾽ έποφκαίρωσα τὴ ρόκκα κ᾽ εἶχα σκοπὸ νὰ πέσω, μὀdύχασι βεgεριστᾶδες (μόλις ἐτελείωνα τὴν ἐργασίαν τῆς ρόκκας. βεgεριστὴς=ἐπισκέπτης τῆς ἑσπέρας διὰ βεγγέραν). 2) Χαλῶ τὴν ἰσορροπίαν τινὸς ἀφαιρῶν τὸ στήριγμα ἐφ’ οὗ ἵσταται καὶ προκαλῶν πτῶσιν αὐτοῦ Πόντ.: Ἐπευκαίρωσε με κ᾿ ἐρροῦξα (ἔπεσα). Καὶ μέσ. καταπίπτω χάνων τὴν ἰσορροπίαν μου Πόντ. (Κοτύωρ): Ἐπευκαιρῶθα κ᾽ ἔρρουξα. Ἐκόπε τὸ κοινὶ κ’ ἕνας ἄσκεμα ἐπευκαιρῶθα! (κόπηκε τὸ σκοινὶ κ’ ἔτσι ἄσχημα κατέπεσα ἀπολέσας τὴν ἰσορροπίαν μου!). 3) Μέσ. μεταφ. χάνω τὴν διανοητικὴν ἰσορροπίαν μου, σφάλλομαι εἰς τοὺς συλλογισμούς μου Πόντ. (Χαλδ.): Ἐπευκαιρῶθα καὶ εἶπα ἀίκον λόγον (τοιοῦτον λόγον, ἤτοι μοῦ ἐξέφυγε τέτοιος λόγος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/