γυˬαλοχαρτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοχαρτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλοχαρτίζω ᾽Αθῆν. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλόχαρτο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίζω.
Σημασιολογία
Γυˬαλοχαρτάρω, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ ᾽ρθῇ τὸ παιδὶ νὰ τὰ γυˬαλοχαρτίσῃ πρῶτα τὰ κάγκελα καὶ ὕστερα θὰ τὰ βάψουμε ᾽Αθῆν. Κάθεται ᾽πομονετικὰ ᾽πὸ τὴν αὐγὴ καὶ γυˬαλοχαρτίζει τὸ τραπέζι, γιˬὰ νὰν τὸ ματαλουστράρῃ Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA