γυˬαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλώνω Πελοπν.(Ἀναβρυτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ.) – Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. (1923), 123-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. γυˬαλώνου Εὔβ. (Κουρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ) Θράκ. (Μάδυτ .Σουφλ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Περίστ. κ.ἀ.) ᾽Αόρ. γυˬάλωκα Εὔβ. (Κουρ.) Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ οὐσ. γυˬαλί.
Σημασιολογία
Α) Μεταβ., στιλβώνω ἐπιφάνειάν τινα διὰ βερνικίου ἢ ἀσβέστου Θράκ. (Μάδυτ. Σουφλ.) Πόντ. (Χαλδ.) - Λεξ. Δημητρ.: Γυˬαλώσαμ᾽ σήμιρα τοὺ σπίτ᾽ (τὸ ἀσβεστώσαμε) Σουφλ. Συνών. ἀλείφω Α3. Β) ᾽Αμτβ. 1) Καθίσταμαι ὡς ἡ ὕαλος ἐκ τοῦ ψύχους, κρυσταλλοῦμαι Εὔβ. (Κουρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Περίστ. κ.ἀ.): Τοὺ χιˬό᾽ γυˬάλουσι, ἔκαμι γυˬαλὶ Στρόπον. Γυˬάλουσαν τὰ πουδάριˬα μου αὐτόθ. Ἤμ᾽ταν ἱδρουμένους κὶ γυˬάλουσα αὐτόθ. Δῶσι μου μιˬὰ πατατούκα ᾽κόμα νὰ βάλου· γυˬάλουκα ᾽ποὺ τοῦ κρύου! Κουρ. Ἕνα βράδ᾽ γυˬάλουσα οὑ καψαρὸς ᾽ποὺ τοὺ κρύου Περίστ. Χουρὶς φουτιˬὰ γυˬάλουκα Σκῦρ. Συνών. κρυσταλλιˬάζω,παγώνω.͵ β) Μεταφ., μένω ἐνεὸς ἕνεκα ἀπροσδοκήτου θεάματος ἢ ἀκούσματος Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Συνών. παγώνω. 2) Λαμβάνω ἔκφρασιν ὑαλώδη, θολοῦμαι, ἐπὶ ὀφθαλμῶν Εὔβ. (Κουρ.) Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. (1.923), 123 - Λεξ. Δημητρ.: Τὰ μάτιˬα του γυˬαλώκανε ᾽πὸ τὴν ἀδυναμία Κουρ. Οὕλ-λουνε τὰ μ-μάτιˬα εἴχανε γυˬαλώσει ᾽πὸ τὸ τήραμα αὐτόθ. Ἦταν ξαπλωμένος ἀπάνω ᾽ς τὴν ἄμμο ἀνάσκελα ἕνας πεθαμένος· ἦταν παιδὶ πρᾶμα, ὄμορφο σὰν ἀγγελούδι, μὰ μὲ κερένιˬα τὴ μορφὴ καὶ ὀρθάνοιχτα γυˬαλωμένα τὰ μαῦρα του μάτιˬα Ἡμερολ. Μεγάλ ᾽Ελλάδ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA