ἀπέχω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπέχω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπέχω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Αἴγιν. Θρᾴκ. (Περίστασ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κίμωλ. Πελοπν. (Λακων. Μάναρ. Τριφυλ. κ.ἀ.) κ.ἀ. -ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 347 ἀπέχου Ἥπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. Σκόπ. Τσακων. κ.ἀ. ’πέχου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπέχω.
Σημασιολογία
1) Εὑρίσκομαι μακρὰν ἀπό τινος σημείου ἢ πράγματος λόγ. σύνηθ.: Τὸ χωριὸ ἀπέχει δυˬό ὧρες. Τὸ σπίτι του ἀπέχει δέκα βήματα ἀπεδῶ. 2) Κρατῶ ἐμαυτὸν μακρὰν ἀπό τινος, δὲν ἀναμειγνύομαι εἴς τι λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Αἴγιν. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Περίστασ.) Κάρπ. Πελοπν. (Λακων. Μάναρ.) Σίφν. Τσακων. κ.ἀ.: Ἀπέχω ἀπὸ τὴ συζήτησι - ἀπὸ τέτο͜ιες δουλε͜ιὲς λόγ. σύνηθ. Θέλτε τον; πάρτε τον, ἐγὼ ἀπέχω (περὶ γαμβροῦ) Σίφν. Ἀπέ᾿τε σεῖς ἀπ᾽ αὐτὰ Περίστασ. || Φρ. Ἄπεχέ με (ὑποχώρει, φύγε. Ἡ φρ. Λέγεται ὑπὸ διαπληκτιζομένων) Κάρπ. Ἄπεχέ με, ξετυλίξου με (ἐπὶ ἀποστροφῆς) αὐτόθ. || Γνωμ. Ἄπεχε ν᾿ ἀπέχουν κ’ οἱ ἄλλοι ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. Ἄπεχε ἀπ᾿ τὴν κακὴ τὴν ὥρα νὰ ζήσῃς χίλιˬα χρόνιˬα (ἀναγκαῖον εἰς κακὰς περιστάσεις νὰ προφυλασσώμεθα) Αἴγιν. Ἀπὸ χωριˬάτη ἄπεχε, φίλο νὰ μὴ τὸν πιˬάσῃς ἀγν. τόπ. || ᾎσμ. Ἀπὸ μέ, πουλλί, ν’ ἀπέχῃς, | γιˬατὶ διˬάφορο δὲν ἔχεις Μάναρ. β) Ἀποφεύγω Αἴγιν. Κάρπ. Κίμωλ. Σίφν. κ.ἀ.: Ἐγὼ ἀπέχω τέτο͜ιες ὁμιλίες, οὔτε θέλω νὰ τσοὶ ᾿γροικῶ Κίμωλ. || Γνωμ. Βλέποντας κι ἀπέχοντας (πρέπει νὰ γνωρίζῃ τις τὸ κακὸν παράδειγμα πρὸς ἀποφυγὴν) Αἴγιν. || ᾎσμ. Κιˬ ἀποὺ τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ δεῖνα ν᾿ ἀπέχῃς, ἄπεχέ τους, ἄπεχέ τους, ἄπεχέ τους (ἐξ ἐπῳδ.) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐπαίν. γυναικ. στ. 630 (ἔκδ. KKrumbacher) «ἐδῶ σε ἀπέχω». 3) Μετβ. ἀπομακρύνω Κάρπ.: Γνωμ. Ἀπὸ τὸν βουὸν ποταμὸν ἄπεχε τὰ ροῦχα σου (βουὸς=βουβός Συνών. γνωμ. τὸ σιγανὸ ποτάμι νὰ φοβᾶσαι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA