ἀπηγανίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπηγανίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπηγανίλα ἡ, ἐνιαχ. ἀπουγανίλα Μέγαρ. ἀπηγανίλας ὁ, Αἴγιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπήγανος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίλα.

Σημασιολογία

1) Ἡ ὀσμὴ τοῦ ἀπηγάνου ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπηγανεὰ (ΙΙ). 2) Καθόλου, πᾶσα ὀσμὴ ὁμοιάζουσα πρὸς τὴν τοῦ ᾶπηγάνου Μέγαρ.: ’Dά ἀπουγανίλα εἶναι τούνη ποῦ ἔρχεται; (᾽dά=εἶντα, τί) Μέγαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/