γυλλάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυλλάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυλλάρι τό, Ἤπ. Θράκ. (Περίστασ.) Πελοπν. (Λεῦκτρ.)-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. ᾽Ηπίτ. Βλαστ. γυλλάρ᾽ Θράκ. (᾽Επιβάτ.) Λῆμν. Προπ. (᾽Αρτάκ.) γυλλάριν Πόντ. (᾽Ινέπ. Κερασ. κ.ἀ.) γελλάρι ᾽΄Ηπ. (Πάργ. κ.ἀ.) ᾽υλλάρι Σκῦρ. ᾽υλλιέρι ᾽Αντίπαξ. Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. γυλλάριον καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. *γύλλος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γύλλος. Πβ. γυλλάρι εἰς Petr. Bellon., libr. I observ. cap.53 Σχόλ. ᾽Οπιανν. Ἁλιευτ. Ι στ. 111.1) Μικρὸς γύλλος ᾽Αντίπαξ. Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Παξ. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Σκῦρ. - Λεξ. Βυζ.: Δολώναμε τ᾽ ἀgίστριˬα μὲ γαρίδα καὶ πιˬάναμε γελλάριˬα Πάργ. Συνών. γυλλάκι, γυλλί, γυλλίτσα, γυλλίτσι, ἀντίθ. γύλλαρος, γυλλομάννα. 2) Ὁ ἰχθὺς κεστρεύς, μικρὸς κέφαλος Θράκ. (᾽Επιβάτ. Περίστασ.) Λῆμν. Πόντ. (᾽Ινέπ. Κερασ. κ.ἀ.) Προπ (᾽Αρτάκ.) -Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. ᾽Ηπίτ. Βλαστ. Συνών. κεφαλόπουλο, μυξινάρι. 3) Ὁ ἰχθὺς κωβιὸς Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς γύλλος ᾽Αντίπαξ. Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Παξ. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Σκῦρ. - Λεξ. Βυζ.: Δολώναμε τ᾽ ἀgίστριˬα μὲ γαρίδα καὶ πιˬάναμε γελλάριˬα Πάργ. Συνών. γυλλάκι, γυλλί, γυλλίτσα, γυλλίτσι, ἀντίθ. γύλλαρος, γυλλομάννα. 2) Ὁ ἰχθὺς κεστρεύς, μικρὸς κέφαλος Θράκ. (᾽Επιβάτ. Περίστασ.) Λῆμν. Πόντ. (᾽Ινέπ. Κερασ. κ.ἀ.) Προπ (᾽Αρτάκ.) -Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. ᾽Ηπίτ. Βλαστ. Συνών. κεφαλόπουλο, μυξινάρι. 3) Ὁ ἰχθὺς κωβιὸς Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/