ἀπήγανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπήγανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπήγανος ὁ, πήγανο τό, Πελοπν. πήανον Κύπρ. πήανο Κύπρ. -ΠΓεννάδ. 853 ἀπήγανο Κρήτ. (καὶ ἀπήγανος) Λέρ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀπήγανε Τσακων. πήγανος Κέρκ. Κεφαλλ. (καὶ ἀπήγανος) Πελοπν. (Μεσσ. καὶ ἀπήγανος) -ΠΓεννάδ. 853 μπήανος Κύπρ. πέανος Μεγίστ. ἀπήγανος κοιν. ἀπήγανους βόρ. ἰδιώμ. ἀπ’γάνος Πάρ. (Λεῦκ.) ἀπήανος Θήρ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Σύμ. ἀπήγαντους Ἤπ. (Κούρεντ.) ἀπήγανας Κύθν. ἀπούγανος Μέγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. πήγανον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀ- προθετικόν, κατὰ δὲ τὸν ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Ἀθηνᾷ 24 (1912) 27 εἰσῆλθε παρετυμολογικῶς ἡ πρόθ. ἀπό.

Σημασιολογία

Τὰ ἑξῆς φυτὰ τῆς τάξεως τῶν ρυτωδῶν (rutaceae) 1) Τοῦ γένους τῆς ρυτῆς α) Ρυτὴ ἡ βαρύοσμος (ruta graveolens), τὸ ἀρχαῖον πήγανον τὸ ἥμερον ἢ κηπευτόν, ἀρτυματικὸν ἔνθ' ἀν. β) Τὸ ἀγριοπήγανον ρυτὴ ἡ ὀρεινὴ (ruta montana) ἔνθ' ἀν. γ) Ρυτὴ ἡ Χαλέπειος (r. Chalepensis) ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ ἀγριοπήγανον πήγανον ἡ Ἅρμαλα (peganum Harmala) Κύπρ. Ὅλα τὰ ἀνωτέρω εἶναι βότανα βαρύοσμα κατὰ τῶν ἐξανθημάτων ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Ξωρκισμένος νά ’ναι μὲ τὸν ἀπήγανο! (ἀρά). Σ᾽ ἐξορκίζω ἢ σ᾽ ἐξώρκισα μὲ τὸν ἀπήγανο (ἀποτρέπω κακόν τι προερχόμενον ἐκ σοῦ διὰ τοῦ ἀπηγάνου ἤτοι διὰ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ). Πήγανο νὰ πίνῃς! (ἀρὰ) κοιν. Φτοῦ σας, φτοῦ σας, σκόρδα κιˬ ἀπήγανος! Ὅπο͜ιος σᾶς στραβοκοιτάξῃ, τὸ μάτι του νὰ χυθῇ! ΓἈθάν. Πράσιν. καπέλλ. 57. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀπήγανος Ἄνδρ. Πήανος Κάρπ. Πήγανο Σῦρ. Ἀπήανα Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/