γλο͜ιάσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλο͜ιάσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλο͜ιάσμα τό, ἐνιαχ. γλσμα Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.) γλσμαν Πόντ. (Ἀμισ.) ἐγλοίασμαν Πόντ. (Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἐγλοίαμαν Πόντ. (Χαλδ.) ἐγλέασμαν Πόντ. (Τραπ.) ἐγλσμαν Πόντ. (Τραπ.) ἔγλσμαν Πόντ. (Τραπ.) χλο͜ιάσμα Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 3, 100.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλο͜ιάζω, διὰ τοῦ ἀορ.
Σημασιολογία
Ὀλίσθησις, ὀλίσθημα ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔπαθεν ἕνα ἂκεμο γλσμα Πόντ. (Ὄφ.) Συνών. γλο͜ιάσιμον, γλο͜ιασίος. β) Μεταφ., ἠθικὸν ὀλίσθημα, παρεκτροπὴ Δ. Λιμπέρτ., ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Γιˬὰ τὰ περίτου χλο͜ιάσματα ταὶ κουτσουφλήματά τους ἔν᾿ οἱ ἀθ-θρῶπ᾿ ἡ ἀφορμή, ἔν᾿ τοῦτοι ποὺ τὰ κάμουν. Συνών. γλίστρημα, στραβοπάτημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA