γυμνασιάρχης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνασιάρχης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυμνασιάρχης ὁ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γυμνασιάρχης.
Σημασιολογία
Ὁ ἐκπαιδευτικὸς λειτουργὸς ὁ διευθύνων γυμνάσιον κοιν.: Πολὺ αὐστηρὸς γυμνασιάρχης· προχθὲς ἐτιμώρησε μὲ ἀποβολὴ ὅλη τὴν τάξη λόγ. κοιν. Ὁ γυμνασιάρχης τὸν ἀπέβαλε γιˬὰ δέκα μέρες ᾽Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA