γλο͜ιάστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλο͜ιάστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλο͜ιάστρα ἡ, Κύπρ. χλο͜ιάστρα Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 3, 52 χλστρα Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλο͜ιάζω.
Σημασιολογία
Τόπος ὀλισθηρὸς Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Γιˬατὶ τούτη ποὺ πκιˬά'σαν ᾿ὲν ἔν᾿ ἡ ἴα στράτα, ἔει κρεμ-μοὺς ταὶ χλο͜ιάστρες ταὶ κατηφορητὸν Δ. Λιπέρτ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. εἰς λ. γλίτσα 4, γλο͜ιαστήρα. β) Λίθος ὀλισθηρὸς Πόντ. (Ἰνέπ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA