γύμνασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύμνασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γύμνασμα τό, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γύμνασμα.
Σημασιολογία
1) Ἄσκησις πρὸς ἐκγύμνασιν τοῦ σώματος σύνηθ. : Τὸ ἄλογο αὐτὸ θέλει γύμνασμα. ᾽Ακροβατικὰ γυμνάσματα σύνηθ. ‖ Ἆσμ. Κάνου γυμνάσματα φριχτὰ π᾽ ὁ ἄθρωπος τρομάσσει κ᾽ οἱ τρίχες του σηκώνουνται κιˬ ὁ νοῦς του παραλλάσσει Κρὴτ. (Σφακ.) Συνών. ἄσκησι 1. 2) Τὸ ὑπὸ τοῦ διδάσκοντος διδόμενον εἰς τοὺς μαθητὰς θέμα πρὸς ἐμπέδωσιν τῶν διδαχθέντων σύνηθ.: Γυμνάσματα ἀριθμητικῆς - γραμματικῆς - συντακτικοῦ κ.τ.τ. Συνών. ἄσκησι 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA