γλοιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλοιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλοιώνω Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) γλεώνω Πόντ. (Κοτύωρ. Χόψ.) - Α. Παπαδοπ., Ἀρχ. Πόντ. 16 (1961), 6 γλεγιˬώνω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλοιός. Βλ. Α. Παπαδόπ., ἔνθ᾿ ἀν.
Σημασιολογία
1) Σήπομαι, λόγῳ σήψεως καθίσταμαι γλοιώδης Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χόψ. κ.ἀ.) - Α. Παπαδόπ,. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐγλέωσεν τ᾿ ἀπάν᾿ ἀτ᾿ ἀς σὰ πολλὰ τὰ γεράδας (ἐσάπισε τὸ σῶμα του ἀπὸ τὰς πολλὰς πληγὰς) Α. Παπαδόπ. ἔνθ᾿ ἀν. Τὰ στύπα ἐγλέωσαν (τὰ ξινὰ ἐσάπισαν) Χόψ. Τοῦ χτηνοῦ τ᾿ ἀπάν᾿ τούπ᾿ ἐγλέωσεν (τοῦ ζῴου τὸ σῶμα ἐντελῶς ἐσάπισεν) Κοτύωρ. Συνών. γλο͜ιάζω 1. 2) Πυορροῶ Πόντ. (Χόψ.): Ἡ γερὰ ἐγλέωσεν (ἡ πληγὴ ἔφερεν ἄφθονον πύον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA