γυμναστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμναστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυμναστικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. γυμναστ᾽κὸς Λῆμν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γυμναστικὸς.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων σχέσιν μὲ τὴν γυμναστικὴν ἔνθ ἀν.: Γυμναστικὸς σύλλογος, γυμναστικὲς ἀσκήσεις - ἐπιδείξεις κοιν. Θὰ κάμ᾽νι γυμναστ᾽κὲς ἄσκησις Λῆμν. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., τὸ ἀποδημητικὸν πτηνὸν Μυιοθήρας ὁ φαιόχρους (Muscicapa striata) τῆς οἰκογ. τῶν Μυιοθηριδῶν (Muscicapidae), ὁ «κνιπολόγος» τοῦ ᾽Αριστοτέλους (Ζ. ἱστορ. 593 a 12) Πελοπν. (Πλάτς.) Συνών. κουνουπολόγος, μόναχος, μυιγοχάφτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA