γυμνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυμνιˬάζω ἐνιαχ. γδυμνιˬάζω Ζάκ. Κρήτ Μέσ. γδυμνε͜ιέμαι Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οῦσ. γύμνιˬα.

Σημασιολογία

Γυμνώνω, καθιστῶ τινα γυμνὸν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔκατσε κ᾽ εἶδε, ποὺ ἐγδυμιˬάστηκε ἀπὸ τὴν πολλὴ ρούγα (ἐκ τῆς πολλῆς πεζοπορίας κατέστησεν ράκη τά ἐνδύματά του, ἐγυμνώθη) Ζάκ. ΙΙ Ἄσμ. Ἔχεις, κερά μ᾽, ᾽ς τὸ σπίτι σου χρυσῆ καdήλα κιˬ ἅφτει, φέγγει σου καὶ γδυμνιˬάζεσαι, φέγγει σου καὶ κοιμᾶσαι Κρήτ. Γδυμνε͜ιέται, ξυπολυˬέται τσ᾽ ἀναζώνεται, γεναίτα ροῦχα βάνει τσ᾽ ἀγγαστρώνεται Σκύρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/