γυμνοκέφαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοκέφαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυμνοκέφαλος ἐπίθ. Ἤπ. γυμνουκέφαλου Μακεδ. (Ρουμλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. κεφάλι.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἀσκεπῆ τὴν κεφαλὴν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἆσμ. Κινά᾽ ἡ Ἡλιογέννητη ᾽ς τοῦ Χαντσερῆ νὰ πάγῃ ζάρκα καὶ γυμνοκέφαλη, κακὰ σιγουρεμένη (ζάρκος = γυμνὸς) Ἤπ. Συνών. ἀκουκούλιˬαστος, ἀκουκούλωτος, ἀνακούτρουλος 1, ἀναμαλλάρης 2 (βλ. εἰς λ. *ἀναμαλλάρις), ἀναμαλλιˬάρης (βλ. εἰς λ. ἀναμαλλιˬάρις), ἀναμαλλιˬάρικος, ἀσκέπαστος Α2, ἀσκούφωτος, γκολιˬόγκλαβος, ξεκουκούλωτος, ξεκούτρουλος, ξέσκουφος, ξεσκούφωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA