γυμνοκολιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοκολιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυμνοκολιˬάζω Κεφαλλ. Πελοπν. (᾽Αχαΐα Ἦλ. Πάν.) κ.ἀ. γδυμνοκολιˬάζω Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πελοπν. (Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δίβρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνόκολος.
Σημασιολογία
1) Γυμνώνω ἔνθ᾽ ἀν.: Μωρ᾽ σύ, μὴν τὸ γυμνοκολιˬάζῃς τὸ παιδί, γιˬατὶ θὰ σοῦ κρυώσῃ Πελοπν. (Πάν.) Τὸ γδυμνοκόλιˬασε τὸ παιδὶ καὶ τὸ κρύωσε Πελοπν. (Βούτσ.) ᾽Αδιˬάντροπο τὸ παλιˬόπαιδο, κάθεται καὶ γυμνοκολιˬάζεται μπροστὰ ᾽ς ὅλο τὸν κόσμο Πελοπν. (Σπάρτ) Μὴ γυμνοκολιˬάζεσαι ἔτσι καὶ κρυώσῃς Κεφαλλ. Τί μοῦ γυμνοκολιˬάστηκες μπροστά μου; Πελοπν. (Ἦλ.) Μὲ τὴ μόδα σήμερα οἱ γυναῖκες γυρίζουν γυμνοκολιˬασμένες Πελοπν. (᾽Αχαΐα). β) Μεταφ., ἀφοπλίζω τινὰ ἠθικῶς Πελοπν. (᾽Αχαΐα): Θὰ τὸν γυμνοκολιˬάσω, ἂν ἐπιμείνῃ. 2) Μέσ., εὑρίσκομαι εἰς μεγάλην ἔνδειαν, στεροῦμαι τῶν μέσων ζωῆς Νάξ. (᾽Απύρανθ.): Ὅ,τι κιˬ ἂ gάνουσι, γδυμνοκολιˬασμένοι ᾽ναι πάdα (πτωχοί, ἐνδεεῖς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA