γλουπιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλουπιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλουπιστὴς ὁ, Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλουπίζω (Ι).
Σημασιολογία
Ὁ ἀποφλοιῶν, ἐκλεπίζων. β) Μεταφ., ὁ ἐκμεταλλευόμενος χρηματικῶς ἢ ἄλλως πως τοὺς ἄλλους: Βαρέα γλουπιστὴς εἶσαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA