γυμνοκρίθαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνοκρίθαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυμνοκρίθαρο τό, Κέρκ. Τῆν. κ.ἀ. γυμνουκρίθαρου Ἴμβρ. Τῆν γδυμνοκρίθαρο Κρήτ. (᾽Αχεντρ. κ.ἀ.) γdυνμνοκρίθαρο Πάτμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. κριθάρι.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Κριθὴ ἡ δίστιχος (Hordeum distichum) τῆς οἰκογ. τῶν ᾽Αγρωστιδῶν (Gramineae) ἔνθ᾽ ἀν. 2) Τὸ φυτὸν Κριθὴ ἡ γυμνοκριθὴ (Hordeum nudum) ἐπίσης τῆς οἰκογ. τῶν ᾽Αγρωστιδῶν (Gramineae) τοῦ ὁποίου ὁ στάχυς στερεῖται ἀγάνων Ἴμβρ. Κέρκ. Κρήτ. (᾽Αχεντρ. κ.ἀ.) 3) Ἡ ζειὰ Τῆν. Συνών. γυμνοκρίθι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/