γυμνοκρίθι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνοκρίθι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυμνοκρίθι τό, ᾽Αθῆν. Ἄθ. ᾽Ερεικ. Ἰθάκ. Κέρκ. Κρήτ. (᾽Αχεντρ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Μῆλ. Νάξ. ᾽Οθων. Παξ. Πάρ. -Λεξ Βλαστ. Δημητρ. γδυμνοκρίθι Πελοπν. (Βούτσ. Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ. Κοντοβάζ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γυμνοκρίθη, τὸ ὁπ. ἐγράφη πιθαν. ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ γυμνοκρίθι, ὡς ἐξάγεται καὶ ἀπὸ τὸ εἰς τὴν παρατιθεμένην φρ. οὐσ. γυμνόκριθον, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Δουκ. Αppendix, 52. Κατὰ Γ. Χατζιδ. (ΜΝΕ, 2,181) ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. κριθὶ δι᾽ ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου.

Σημασιολογία

1) Γυμνοκρίθαρο 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τό ᾽σπειρα τὸ χωράφι ᾽ς τὸ Λαγκούβαρδο οὕλο γδυμνοκρίθι ξενωτικὸ (= μὴ ἐντόπιον) Πελοπν. (Γαργαλ.) 2) Γυμνοκρίθαρο 2, τὸ ὁπ. βλ., ᾽Ιθάκ. Κέρκ. Μαθράκ. ᾽Οθων.: Τοῦτο τὸ gαφὲ ποὺ μᾶς τρατάρησε εἶναι σκέτο γυμνοκρίθι ! Ἰθάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/