γλουπώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλουπώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλουπώνω Ἤπ. Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Ἰωάνν. Χουλιαρ.) Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. γλουπώνου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Λὰκκα Σούλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ.) χλουπώνω Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δερβίτσ. Πωγών.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλοῦπος.

Σημασιολογία

1) Τρώγω μὲ λαιμαργίαν, καταβροχθίζω ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔπιˬασε κ᾿ ἐγλούπωσε δύγιˬο πιˬάτα φακῆ κι ἀκόμα δὲν ἐχόρτασε Ὀθων. Ἐγλούπωσε ὅλες τσὶ πορδάλες (= κορόμηλα) αὐτόθ. Καλὰ τὰ γλούπουσις τὰ κιράσιˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τὰ γλούπουσι οὕλα τὰ σταφύλιˬα Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Ἐγὼ χλουπώνω ᾿ς τὸ φαΐ, δὲν παίζω Ἤπ. (Δερβίτσ.) Πότε τὸ γλούπωσες τὸ τυρὶ κιόλας; Ἤπ. (Ἀργυρόκ.) Τά γλούπουσις κιόλας τὰ σῦκα Ἤπ. (Κουκούλ.) 2) Ἐξαφανίζω, κλέπτω Ἤπ. Στερελλ. (Ἀχυρ.): Τὰ γλούπουσι τὰ λιπτὰ Ἤπ. Τοὺ γλούπουσι τοὺ σ᾿τάρ᾿ τ᾿ νύχτα κ᾿ ἔφ᾿γι Ἀχυρ. 3) Σκοπεύων πυροβολῶ διὰ τοῦ ὅπλου Ἤπ. (Χουλιαρ.) 4) Ἐκπαρθενεύω κόρην Ἤπ. (Χουλιαρ.) Συνών. διακορεύω, καλουπώνω, ξεπαρθενεύω, παλουκώνω, περνῶ, πουτσουρώνω, πουτσώνω, σπάζω, τρυπῶ, χαλῶ. β) Γενικῶς ἔρχομαι εἰς σεξουαλικήν ἐπαφήν, γαμῶ Ἤπ. (Χουλιαρ.): Τὴ γλούπωσε ὁ μασκαρᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/