δαμαλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαμαλίδα ἡ, Ἀθῆν. Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἴος Κέως Κύθν. Λέσβ. Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βερτίσκ. Δαμασκην. Δρυμ. Φυτ. Χαλάστρ. Χαλκιδ.) Μῆλ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Ρόδ. Σέριφ. Σίφν. Σῦρ. Τῆν. (Πύργ.) - Λεξ. Ποππλ. Δημητρ. dαμαλίdα Ἀπουλ. (Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ.) dαμαλίτα Ἀπουλ. (Καλημ. Στερνατ.) ταμαλίdα Ἀπουλ. (Κοριλ.) ταμαλίτα Ἀπουλ. (Τσολλῖν.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. δαμαλίδα. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ δ εἰς τ βλ. G. Rohlfs, Grammatica storica dei dialetti italogreci, παρ. 38, 74.
Σημασιολογία
Νεαρὰ ἀγελάς, μέχρι τοῦ τρίτου ἔτους τῆς ἡλικίας της, μὴ γεννήσασα καὶ μήτε τεθεῖσα ὑπὸ ζυγὸν εἰσέτι ἔνθ᾿ ἀν.: Τὴ δαμαλίδα ποὺ πουλήσετέ τηνε, ἐδώκατέ τηνε ᾿ιὰ μαχαίρι ἢ ᾿ιˬὰ ζωdάρι; (τὴν ἐδώσατε διὰ νὰ τὴν σφάξουν ἢ διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν εἰς ἀγροτικὰς ἐργασίας;) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿Κεί᾿ ἡ δαμαλίδα εἶνι στραβεˬὰ (κουτσαίνει) Μακεδ. (Χαλάστρ.) Ἡ δαμαλίδα ἠθύμιζε· ἤθελε νὰ τὴν σαλτάρουνε κ᾿ ἠλώλαινε τὰ ζωdανά, ἀλλὰ δὲν ἤπιˬανε (ἡ ἀγελάδα εὑρίσκετο εἰς σεξουαλικὸν ὀργασμόν· ἤθελε νὰ ὀχευθῇ καὶ τρέλλαινε τὰ ἀρσενικά, ἀλλὰ δὲν συνελάμβανε) Ἴος. Dαμαλίdα στρίππα (νεαρὰ ἀγελὰς ποὺ δὲν ὠχεύθη εἰσέτι) Ἀπουλ (Στερνατ.) Ἑ ἀλεάτα ἐκάν-νει τὸ dαμάλι ᾿ὴν dαμαλίdα (ἡ ἀγελάδα γεννᾶ τὸ δαμάλι καὶ τὴν δαμαλίδα) Ἀπουλ. (Καστριν.) Ἂ δαμάdζου, τ-τὲ dαμαλί-dε αὶ τὰ δαμάγ-για, ᾿εῖα ποὺ λαdρέουνε (= ἡμερώνουν τὶς δαμαλίδες αὶ τὰ δαμάλια ἐκεῖνα ποὺ ὀργώνουν) Ἀπουλ. (Μαρτ.) Ὁ βασιλιˬὰς ὁ Ἀλέξαντρος, ὁ Ἀλεξαντροπολίτης, ἐβουλήθηκε νὰ πάγῃ ᾿ς τὰ Γεροσόλυμα νὰ προσκυνήσῃ κ᾿ ἔπιˬασε τρεῖς τράγους, τρεῖς κριάρους καὶ πέντε δαμαλίδες (ἐξ ἐπῳδ.) Ρόδ. Ἡ ἐπῳδ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Δώδικα χρόνιˬα ἔκαμα στεῖρα κὶ δαμαλίδα, πάνου ᾿ς τὰ δικατέσσιρα βῆκα μὶ τοὺ μουσχάρι Μακεδ. (Δαμασκην. κ.ἀ.) Συνών. δαμαλέλα, δαμάλι 3, δαμαλῖνα, μοσχάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA