δαμαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δαμαλίζω (Ι) Κρήτ. (Κατσιδ. Σέλιν.) Μύκ. δαμαλίζου Στερελλ. (Ἀχυρ. κ.ἀ.) γαμαλίζ-ζω Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάλι.
Σημασιολογία
1) Ἐθίζω νεαρὸν μόσχον εἰς τὸν ζυγὸν συζευγνύων αὐτὸν μετ᾿ ἄλλου ἠσκημένου Κρήτ. (Κατσιδ. Σέλιν.) Μύκ. Ρόδ.: Δὲ bοροῦνε νὰ δαμαλίσου τὸ βούι ᾿ς τ᾿ ἀλέτρι Κατσιδ. Γαμαλίζ-ζω τὴ τσουμὰ (= ἀτσουμάδα, νεαρὰν ἀγελάδα) Ρόδ. Συνών. δαμάζω Α2, καματεύω, μερώνω, στρώνω. 2) Μεταφ., ἀσκῶ τινὰ ἢ ἐπιδίδομαι ὁ ἴδιος περὶ τὰ ἐρωτικὰ Ρόδ. Στερελλ. (Ἀχυρ.): Γαμαλίζ-ζει τὰ κοπελάκια (ἐνν. ἡ πορνευομένη γυνὴ) Ρόδ. Τώρα κουντὰ δαμαλίζ᾿ τοὺ πιδί σ᾿, ᾿κόλα! (τώρα τελευταίως τρέχει πίσω ἀπὸ τὶς γυναῖκες) Ἀχυρ. Νὰ δαμαλίσου κὶ ᾿γὼ τώρα ᾿ς τὰ γιράματα, οὐρὴ ᾿ναῖκα; αὐτόθ. Δαμά᾿σανι οὕλ᾿ ᾿ς αὐτὸ τοὺ σπίτ᾿ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA