γυμνοξεσπαθώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνοξεσπαθώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυμνοξεσπαθώνω ἐνιαχ γδυμνοξεσπαθώνω Σκόπ.

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ἐπιθ γυμνός, παρά τὸ ὁπ. καὶ γδυμνός, καὶ τοῦ ρ. ξεσπαθώνω.

Σημασιολογία

Ξιφουλκῶ, ἀφαιρῶ τὸ ξίφος ἀπὸ τὴν θήκην του καὶ κρατῶ αὐτὸ γυμνὸν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἆσμ. Ὄνειρο εἶδα, μάννα μου, πικρό, φαρμακωμένο, πῶς ἦρθε τ᾽ ἀδερφάκι μου γδυμνοξεσπαθωμένο Σκόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/