δαμαλῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαμαλῖνα ἡ, Θάσ. dαμαλῖνα Ἀπουλ. (Στερνατ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. δαμαλῖνα.
Σημασιολογία
Δαμαλίδα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Δώδικα χρόνιˬα ἔκαμα στεῖρα καὶ δαμαλῖνα κι ἀπάν᾿ ᾿ς τὰ δικατέσσιρα πῆρα μιριˬὸ μουσκάρι, (μιριὸ = ἥμερον) Θάσ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 506 (ἔκδ. Trapp., σ. 134) «Καὶ μέσον ὁδοῦ ἐδιάβαιναν ἀδιάβατον καλάμιον | λεοντάριν εἶδαν δυνατὸν τρώγοντα δαμαλῖναν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA