γλυκάγκαθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκάγκαθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκάγκαθο τό, Εὔβ. (Αἰδηψ.) Στερελλ. (Ἅγιος Γεώργ. Λαμ.) γλυκάγκαθου Σκόπ. γλυκάκαθ-θο Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀγκάθι.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Κνῆκος ἡ ἱεράκανθα (Cnicus benedictus) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Στερελλ. (Λαμ.) 2) Τὸ φυτὸν Σκόλυμος ὁ ἱσπανικὸς (Scolymus hispanicus) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Σκόπ. Στερελλ. (Ἅγιος Γεώργ.) Συνών. ἀσπραγκάθα, σκόλιˬος, σκολύμπρι 3) Τὸ φυτὸν Κάρδος ὁ πυκνοκέφαλος (Cardus pycnocephalus) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Καλαβρ. (Μπόβ.) Συνών. κουφολάχανο, κουφωτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA