γυμνόρραχη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνόρραχη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυμνόρραχη ἡ, Κ. Πασαγιάνν., Μοσκ 66 κ.ἀ. γυμνορράχη Φ. Πανᾶ, Λυρικ. 50 κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. ράχη.

Σημασιολογία

Ράχις βουνοῦ ἢ λόφου ἄδενδρος ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ γέρο-Στάθης ἔδειξε μὲ τῆς βίτσας του τὴν ἄκρη μιˬὰ ἀπὸ τὶς προσηλιˬακὲς γυμνόρραχες τοῦ Πενταδάχτυλου Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. ᾽Σ τοῦ Πενταδάχτυλου τὴ γυμνορράχη σὰν τὴν ᾽Αρτέμιδα στέκοντας μόνη, ὅταν ᾽ς τοῦ ᾽Ολύμπου της τὸ καταρράχι χρυσᾶ τριαντάφυλλα ἡ Αὐγούλα στρώνῃ Φ. Πανᾶ, ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/