δαμαλομόσκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμαλομόσκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαμαλομόσκι τό, ἀμάρτ. δαμαλομότσι Πελοπν. (Καρδαμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαμάλι καὶ μόσκι.

Σημασιολογία

Μετων., ὁ ἀνόητος, ὁ ἔχων τὴν κρίσιν δαμάλεως καὶ μόσχου: Εἶναι δαμαλομότσι, δὲ gαταλαβαίνει. Συνών βλ. εἰς λ. βλᾶκας, βόιδακας 2, βόιδι 1β, δαμάλι 6, δάμαλος 2β, μοσχάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/