γυμνοσκούληκας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοσκούληκας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυμνοσκούληκας ὁ, ἐνιαχ. γδυμνοσκούληκας Κρήτ. (Νεάπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γδυμνός, καὶ τοῦ οὐσ. σκούληκας.
Σημασιολογία
Ὁ Σκώληξ ὁ γήινος (Lymbricus terrestris) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀντερήθρα, γλιστέρα, γλίστρα 9, γλιστριˬά 3, γλιστρίτσα 2, λεμεντήθρα, μελιˬούρι, νεροσκούληκας, σκούληκας τοῦ δρόμου, σκουληκαντέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA