δαμασκηνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμασκηνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαμασκηνιˬὰ ἡ, δαμασκηνέα Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. δαμαστσηνέα Αἴγιν. Μεγαρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μαν.) δαμαστηνέα Τσακων. (Χαβουτσ.) δαμασκηνὲ Δ. Κρήτ. δαμα-ηνία Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) δαμαστηνία Τσακων. (Χαβουτσ.) δαμασκηνιˬὰ κοιν. δαμασκ᾿νιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δαμαστην-νιˬὰ Κὢς κ.ἀ. δαμαηνιˬὰ Κύπρ. δαμασ-σην-νιˬὰ Κάλυμν. δαμα᾿νιˬὰ Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ.) γαμασ-σηνιˬὰ Κάρπ. (Μεσοχώρ.) δαμασκηνεˬὰ Μακεδ. (Δοξᾶτ.) δαμασ᾿νεˬὰ Μακεδ. (Γήλοφ.) δαμασκουλία Τσακων. δαμακιˬὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Βλάστ.) δημοσκένα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ᾿αμασκηνὰ Κάρπ. ἀραμασκ᾿νιˬὰ Βιθυν. (Πιστικοχ.) Πληθ. δαμασκηνὲς Θεσσ. (Κρανν.) Μακεδ. (Δῖον κ.ἀ.) δαμακ᾿νὲς Μακεδ. (Δοξᾶτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάσκηνο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιά. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ. Ὁ Τσακων. τύπ. δαμασκουλία κατ᾿ ἀναλογ. πρὸς τὸν ἐπίσης Τσακων. μουσμουλία.

Σημασιολογία

Τὰ ἀκόλουθα φυτὰ τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae): α) Προύμνη ἡ ἥμερος (Prunus domestica) κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.) : Ἐκείνη ἡ δαμασκηνιˬὰ δὲν ἔπιˬασε (= δὲν ἐρρίζωσε) κοιν. Ἡ γαμασ-σηνιˬά μας ἔχει πολλὰ γαμάσσηνα Κάρπ. (Μεσοχώρ.) Ἰχτὲ ᾿dάμουσα τοὺ γείτουνα κι᾿ μ᾿ εἶπι ὅτ᾿ ἔθισι δαμασκ᾿νιˬὲς (ἔθισι = ἐφύτευσε) Μακεδ. (Ἅγιο Πνεῦμ.) Ηὗρα κάτ᾿ ζοῦπις ἀπάνου ᾿ς τ᾿ δαμασ᾿νιˬὰ μ᾿ κὶ τ᾿ς ἔφαγα κι ἀγάλλιˬασα (ζοῦπις = ὑπερώριμα δαμασκηνα) Ἤπ. (Κουκούλ.) Φέτους ἡ δαμακιˬά μας ᾿ς τοὺν κῆπον εἶνι φουρτουμέ᾿ δαμά᾿να αὐτόθ. ᾿Σ τοὺν τόπου μας προυκόβουν πουλὺ οἱ δαμα᾿νιˬὲς Μακεδ. (Ἀρκοχώρ.) Ἔχουμι κι ἀραμασκνιˬὲς κὶ ζαρδελιˬὲς (= μπουρνελιὲς) Βιθυν. (Πιστικοχ.) Ἔει μιˬὰδ - δαματσην-νιˬὰ ᾿ς τὸν dζῆπον dου φορτωμένην dὰ δαμάστηνα Κῶς. Οἱ δαμασ᾿νιˬὲς κάν᾿νι δαμάσ᾿να Μακεδ. (Καστορ.) β) Προύμνη ἡ ἐμβολιαζομένη (Prumus insititia) Εὔβ. (Βρύσ.) Μακεδ. (Δεσκὰτ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) κ.ἀ. Συνών. βαρδανιˬά, βαρδασιˬά, κορομηλιˬά, πορδαλιˬά, σαρδελιˬά, πουρνελιˬά, ρίκι, σιλίβα, σιλιβιˬά, τζανεριˬά γ) Προύμνη ἡ ἀκανθώδης (Prumus spinosa) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. Συνών. ἀβραμυλιˬά, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἀβραμυλεˬά, ἀγριοαβραμυλιˬά, ἀγριοδαμασκηνιˬά, ἀγριοκορομηλιˬά, ἀγριοπουρνελιˬά, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἀγριοπουρνελλεˬά, βραβυλιˬά, τσαπουρνιˬά. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαμασκηνιˬὰ καὶ ὡς τοπων. Θρᾴκ. (Αἶν.) Πάρ. κ.ἀ. καὶ ὑπὸ τοὺς τύπ. Δεμασκηνιˬὰ Ἤπ. (Τσαμαντ. Φιλιᾶτ.) Δαμασκηνὲς Μακεδ. (Κοζ.) Στ᾿ Δαμασ᾿νιˬὰ τ᾿ Σιλάδα Μακεδ. (Στεφανιν.) Δαμασ᾿νιˬὲς Μακεδ. (Καταφύγ. Μικρὸ Σούλ. Τερπν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/