δαμασκηνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμασκηνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαμασκηνὸς ἐπίθ. (Ι) Σκῦρ. Πελοπν. (Τριφυλ.) – Λεξ. Βάιγ. Π. Βλαστ., 327 Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Δαμασκός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκ Δαμασκοῦ προερχόμενος, ἐπὶ πραγμάτων, ὑφασμάτων κυρίως καὶ ὅπλων, φημιζομένων διὰ τὴν ποιότητα καὶ τὴν ἀντοχήν των ἔνθ᾿ ἀν.: Δαμασκηνὴ στόφα Σκῦρ. Δαμασκηνὸ σπαθὶ Λεξ. Βάιγ. Δαμασκηνὸ ξίφος Λεξ. Πρω. Δημητρ. 2) Τὸ Οὐδ. οὐσ., χρυσοΰφαντον μεταξωτὸν πολύχρωμον ὕφασμα Πελοπν. (Τριφυλ.) Σκῦρ. κ.ἀ. Συνών. δαμασκὶς 1β, δαμάσκο, καμουχᾶς. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA