δάμασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάμασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάμασμα τό, λόγ. πολλαχ. καὶ δημῶδ. Κρητ. (Κίσ. κ.ἀ.) Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαμάζω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἡ πρᾶξις καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δαμάζω, ἡ τιθάσευσις λόγ. πολλαχ. καὶ δημῶδ. Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.): Νωρίτερα τοῦ χρειαζότανε δάμασμα, ὄχι τώρα ποὺ ἔγινε ἄντρας Ἀθἤν. Τὸ πουλάρι ἤθελε δάμασμα, ἐδὰ ἐπέρασε ὁ καιρός του, γι᾿ αὐτὸ κάνει σὰ dὸ ἀφηνιˬασμένο Κίσ. Τὰ κοπέλιˬα θέλουνε δάμασμα, ὅdεν εἶναι μικιˬά, γιατὶ δὲ dὰ κάνεις καλά, ὅdε μεγαλώσουνε (μικιˬὰ = μικρά, δὲ dὰ κάνεις καλὰ = δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ποδηγετήσῃς) αὐτόθ. β) Μεταφ. χαλιναγώγησις τῶν παθῶν λόγ. ἐνιαχ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 2) Ἡ θλάσις τῶν μυῶν Νίσυρ. 3) Ἐπὶ κρέατος, σίτεμα Λεξ. Βάιγ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/