δαμινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαμινὸς ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ Ὑστερυβυζαντ. ἐπίθ. δαμινὸς. Βλ. Φορτουν. (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ., 216) «καὶ φωνὲς δαμινὲς τῶ γυναικῶ καὶ κοπελλιῶ» καὶ εἰς Ἐρωτοκρ. Β, 708 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «κιˬ ἂν ἢσυρε καὶ δαμινὴ φωνὴ, δὲν ἐγροικὴθη». Κατὰ Γ. Χατζιδ., Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. Πανεπ. Θεσσαλον. 1 (1927), 33 κἑξ. ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ἐπιθ. οὐδαμινός.
Σημασιολογία
Ὁ ἐλάχιστος, ὁ ἀμυδρῶς θεώμενος ἢ ἀσθενῶς ἀκουόμενος: Ἤκουσε ἕνα δαμινὸ - δαμινὸ χαρχαλαμέdο (= ἐλαφρὸν θόρυβον) Ἐκε͜ιὲ πάνω μιˬὰ δαμινὴ-δαμινὴ φωθιˬά Συνών. ἄτονος, σιγανός, ψιθυριστός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA