δανεικαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δανεικαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δανεικαριˬὰ ἡ, Κεφαλλ. (Χαβριᾶτ.) Μακεδ. (Ἀνατολικ Βροντ.) Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ. Δυρράχ. Ἦλ. Κάμπος Λακων. Κοπαν. Μανιάκ. Μεσσην. Ὀλυμπ. Παιδεμέν. Πιάν. Πραστ. Τριφυλ. Φιγάλ. κ.ἀ.) δα᾿καριˬὰ Βιθυν. (Πιστικοχ.) δα᾿καργιὰ Στερελλ. (Ἀχυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δανεικὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – αριˬά.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀνταπόδοσις προσφερθείσης βοηθείας ἢ ἡ προσφορὰ βοηθείας ἐπὶ ἀνταποδόσει, ἡ ἀλληλοβοήθεια ἐπὶ γεωργικῶν κυρίως ἐργασιῶν Βιθυν. (Πιστικοχ.) Κεφαλλ. (Χαβριᾶτ.) Μακεδ. (Ἀνατολικ. Βροντ.) Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ. Δυρράχ. Ἦλ. Κάμπος Λακων. Κοπαν. Μανιάκ. Μέσσην. Ὀλυμπ. Παιδεμέν. Πιάν. Πραστ. Τριφυλ. Φιγάλ. κ.ἀ.): Βγάνω τὶς δανεικαριˬὲς (ἀνταποδίδω τὴν προσφερθεῖσαν βοήθειαν) Βερεστ. Ἐπῆγα σήμερα ᾿ς τοῦ Κοκόνη τ᾿ἀμπέλι, γιˬὰ νὰ βγάλω κάπο͜ια δανεικαριˬὰ Γορτυν. Πάω -ἔχω- κάνω δανεικαριˬὰ (προσφέρω βοήθειαν ἐπὶ ἀνταποδόσει) Κοπαν. κ.ἀ. Σεbρευόμαστε καὶ κάναμε δανεικαριˬές, φορτώναμε δέκα ζὰ καὶ τὰ πήγαινε ἕνας Πραστ. Σήμερα πῆγα δανεικαριˬὰ ᾿ς τ᾿ ἁλώνι τοῦ γείτονα Γορτυν. Ἀπὸ ταχιˬὰ θ᾿ ἀρχινήσουμε τὶς δανεικαριˬὲς Γαργαλ. Κάνουμε δανεικαριˬὲς ᾿ς τὸ σκάψιμο Μεσσην. Μοῦ ᾿κανε μεροδούλιˬα ἀπὸ δανεικαριˬὰ Κάμπος Λακων. Ἦρτιν σὶ μένα κὶ μ᾿ ἔκαν᾿ δα᾿καριˬὰ κὶ πῆγα κὶ ᾿γὼ κὶ τ᾿ ἔκαμα Πιστικοχ. Δανεικαριˬὰ θὰ κάνουμι ᾿ς τοῦ σπάσ᾿μου μὶ τοὺ καρδά᾿ μ᾿ (σπάσ᾿μου = συλλογὴ φύλλων καπνοῦ, καρδα᾿ = ἀδελφὸν) Βροντ. Συνών. ἀργατε͜ιὰ 1γ, ξέλαση, σεμπριˬά. 2) Ἐπίμονος αἴτησις δανείου Στερελλ. (Ἀχυρ.) Πῆρι γύρα τοὺ χουργιˬὸ γιˬὰ δανεικαργιˬές. Ἦρθαν᾿ οἱ γύφτ᾿ γιˬὰ τ᾿ς δανεικαργιˬὲς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/