γυμνούλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνούλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυμνούλης ἐπίθ. ἐνιαχ. Οὐδ. γιˬουν-νού-ι ᾽Απουλ. (Καστριν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνός καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ούλης.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐνδεδυμένος, ὁ μὴ φορῶν οἰανδήποτε περιβολήν, θωπευτικῶς ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA