γλυκάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκάζω Κ. Χρηστομ., Ἡ κερέν. κούκλ., 81 - Λεξ. Περίδ. Βάιγ. Μετοχ. γλυκασμένος Βιθυν. (Κατιρ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ρ. γλυκάζω. Βλ. Π.Δ. (Ἐζεκ. 3,3).
Σημασιολογία
1) Καθιστῶ τι γλυκὺ Κ. Χρηστομ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Βάιγ.: Εἶχε γλυκαστῆ ἡ ψυχή του μὲ τὰ ὀλόδροσά της νιˬᾶτα σὰν ἀπὸ πεπονιˬοῦ τὴ γλύκα Κ. Χρηστομ ἔνθ᾿ ἀν. 2) Εἶμαι γλυκὺς Λεξ. Περίδ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἀθήν. 1,48 «καὶ τοῦ ἀλβανοῦ δὲ οἴνου εἴδη δύο, ὁ μὲν γλυκάζων ὁ δ᾿ ὀμφακίας». 3) Μεταφ. ἡ μετοχ. γλυκασμένος ἐπὶ τοῦ ἐθισθέντος εἰς ἐπικερδῆ ἐπιχείρησιν Βιθυν. (Κατιρ.): Τὸ καΐκι τοῦ τάδε πάει πάλε ᾿ς τὰ μῆλα, γιˬατ᾿ αὐτὸς εἶναι γλυκασμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA