γυμνώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυμνώνω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) γιˬουμνώνω Μέγαρ. γυμνώνου Λέσβ. κ.ἀ. γυμνών-νω Κύπρ. κ.ἀ. γδυμνώνω ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Ἰκαρ. Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Τῆλ. κ.ἀ.-Λεξ. Βάιγ. γδυμνώννου Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬουν-νών-νω ᾽Απουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) γυν-νών-νω Καλαβρ. (Γαλλ. Μπόβ.) βγυν-νών-νω Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) ἰγιˬουν-νών-νω ᾽Απουλ. ( Στερνατ.) gουΐν-νών-νω Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Βουν.) ἰgιουν-νών-νω ᾽Απουλ. (Κοριλ.) γυμνούουρ ἔνι Τσακων. ᾽Αόρ. ἐγδύμνωκα ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Αἴγ. ἐγυννώθηνα Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾽Απαρ. γυν-νώει Καλαβρ. Μετοχ. γυμνῶντας Πάτμ γυν-νωμένο Καλαβρ. (Γαλλικ.) βγυννωμένο Καλαβρ. (Ροχούδ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γυμνώνω, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. γυμνῶ. Διὰ τὸν τύπ. γυμνούουρ ἔνι βλ. G. Anagnostopulos, Tsakon. Grammat 48 κἑξ. Πβ. καὶ ἀνακατώνω > ἀνακατούου, ἁπλώνω > ἀπλούου, ἀραιώνω > ἀραιούου κ.ἄ. Διὰ τοὺς τύπ. βγυννών-νω, γκουϊν-νών-ν ω βλ. S. Kapsomenos, Byzant. Zeitschr. 46 (1953), 325. Ἡ μετοχ. γυμνῶντας κατ᾽ ἀναλογ. πρὸς τὰς μετοχ. περισπωμένων, ὡς γελῶντας, πεινῶντας κ.ἀ. Ὁ τύπ. γδυμνώνω καὶ εἰς Σόμ.

Σημασιολογία

1) Γυμνῶ τινα, ἀφαιρῶ τινος τὴν περιβολὴν κοιν. καὶ ᾽Απουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρὶο Ροχούδ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. : ᾽Εγύμνωσε τὸ παιδὶ νὰ τ᾽ ἀλλάξῃ καὶ θὰ τῆς κρυώσῃ μ᾽ αὐτὴν τὴν παγωνιˬὰ κοιν. Μὴν τὸ γυμνώνῃς τὸ παιδί, γιˬὰ θὰ σοῦ κρυγιˬώσῃ Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔβγαλε τὸ πουκάμισό του καὶ γυμνώθηκε Κρήτ. Ὁ Γιˬώργης ἕνα μ-μεσημέριν ἐγυμνώθη τσιτσίδιν Χίος. ᾽Αδιˬάντροπος ντίπ! γυμνώθ᾽κι μπρουστά μας Εὔβ. (Ἁγία ᾽΄Ανν.) Γυμνώθ᾽κα κ᾽ ἔπισα ᾽ς τοὺ νιρὸ Μακεδ. (Πεντάπολ.) ᾽Εχωρίστηνα νὰ πάω νὰ ριφτῶ ᾽ς τὴθ-θάλασση τσαὶ ἐgουϊν-νώθηνα (ἀνεχώρησα νὰ πάω νὰ ριφθῶ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐγυμνώθην) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Τὸ παιδὶ ἔγ᾽ γυν-νωμένο (τὸ παιδὶ εἶναι γυμνωμένο) Καλαβ. (Γαλλικ.) Σὰν ἔρκεται ὁ Μ-μάγη, γυν-νών-νεται, τὶ τῆς π-πέτ-ει τὸ μα-ὶ (ὅταν ἔρχεται ὁ Μάης, γυμνώνεται-ἐνν. ἡ ἀλεποῦ-, γιατὶ τῆς πέφτει τὸ μαλλὶ) αὐτόθ. Ἐγυμνώθε νὰ νεμπεφτῆ ᾽ς σὸ γιˬαλὸ (ἐγυμνώθη νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν) Πόντ. (Οἰν.) ᾽Σ σῆ πείνας τὸν καιρὸ ἐπουλήσαμ᾽ ὅλα μουνα τὰ πράματα κ᾽ ἐγυμνώσαμε τὰ τέσσερα μουναμερέες (εἰς τῆς πείνας τὸν καιρὸν ἐπωλὴσαμεν ὅλα μας τὰ πράγματα καὶ ἐγυμνώσαμεν τὰς τέσσαρας πλευρὰς τῆς οἰκίας μας) αὐτόθ. Θὰ καρδιˬάξῃ τὸ καμπζὶ ἔτρου ή νι ἐγυμνούτερε (θὰ κρυώσῃ τὸ παιδὶ ἔτσι ὅπως τὸ ἐγύμνωσες) Τσακων. Γυμνώνουντας τοὺ μπράτσου τ᾽ φάν᾽gι μιˬὰ πληγὴ (φάν᾽gι = φάνηκε) Μακεδ. (Πεντάλοφ.) || Παροιμ. Πεινῶνdας κάστρο γύρισα, γυμνῶνdας μήτε χώρα (πολλάκις ἡ ἀνάγκη τὴς ἐνδυμασίας εἶναι περισσότερο αἰσθητὴ ἀπὸ τὴν τῆς τροφῆς) Πάτμ || Ἄσμ. Ποῦ ᾽στι, βρὲ Ρουμιλιῶτις μου, πιδιˬά μ᾽ ἀντρειουμένα, γυμνώσ᾽τι τ᾽ ἀλαφρὰ σπαθιˬὰ κὶ ρίξ᾽τι τὰ τουφέκιˬα Μακεδ. Κερά μου, εἰς τὸ σπίτι σου χρυσὸ καντήλι ἅφτει καὶ βγαίνεις καὶ γδυμνώνεσαι καὶ στρώνεις καὶ κοιμᾶσαι Κρήτ. (᾽Ιεράπ.) Συνών. ξεγυμνώνω, τσιτσαρώνω. β) ᾽Αφαιρῶ τὰ φύλλα, ἀποφλοιώνω, ἐπὶ δένδρων καὶ καρπῶν σύνηθ. : Φύσηξε ἀέρας δυνατός, σκόρπισε τὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τὰ γύμνωσε σύνηθ. Γύμνωσαν τὰ κουκκιˬὰ (τὰ ξεφλούδισαν) Ἰων. (Σμύρν.) 2) Μεταφ., ἀφαιρῶ τὰ ὑπάρχοντά τινος, κλέπτω, ἀπογυμνῶ τινα κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων. : Τὸν μπάσανε γιˬὰ ἔμπιστο ᾽ς τὸ σπίτι τους καὶ τοὺς ἐγύμνωσε Ἀθῆν. Τὸν ἔπιˬασαν ᾽ς τὸ δρόμο κλέφτες καὶ τὸν ἐγύμνωσαν αὐτόθ. ᾽Επῆρεν ὅ,τι εἶχεν καὶ ᾽κ εἶχεν κ᾽ ἐγύμνωσεν ἄτονα Οἰν. ᾽Εμπάκαϊ κλέφτοι τσ᾽ ἐγυμνούσαϊ τὰν τζέα τοῦ Μιχάλη (εἰσῆλθον κλέπται καὶ ἐγύμνωσαν τὸ σπίτι τοῦ Μιχάλη) Τσακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/