γλυκαλοιφὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαλοιφὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκαλοιφὴ ἡ, ἐνιαχ. γλυκε͜ιαλοιφὴ Προπ. (Πάνορμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀλοιφή. Ὁ τύπ. γλυκε͜ιαλοιφὴ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ θηλυκοῦ.

Σημασιολογία

Ἀλοιφὴ παρασκευαζομένη δι᾿ ἐλαίου, μαστίχης καὶ κηροῦ καθαροῦ καὶ χρησιμοποιουμένη διὰ τὴν θεραπείαν καὶ ἐπούλωσιν πληγῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/