γλυκανάβλεμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκανάβλεμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκανάβλεμμα τό, Τῆλ. - Λ. Κουκούλ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 166 Μ. Τσιριμώκ. Ἐκ βαθ., 26.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀνάβλεμμα.

Σημασιολογία

Τὸ γλυκύ βλέμμα ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Χιλιˬάδες ᾿ξίτζ᾿ ἡ νιˬότη σου καὶ λίρες τὰ μαλλιˬά σου καὶ ᾿κατομμύρια φλουριˬὰ τὸ γλυκανάβλεμμά σου Τῆλ. || Ποίημ. Χιμαιρικά, σὰν ὅραμα ἕνα δείλι ᾿ς τὴν πολυσύχναστη τὴ στράτα σ᾿ εἶδα· μιˬὰ ροδαυγὴ τὰ νιˬᾶτα εἶχες ᾿ς τὰ χείλη, ᾿ς τὸ γλυκανάβλεμμά σου τὴν ἐλπίδα Λ. Κουκούλ. ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/