γλυκαναβρύζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαναβρύζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκαναβρύζω Κ. Παλαμ., Καημ. λιμνοθ., 45 - Ν. Ἑστ. 21 (1937), 774. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀναβρύζω.

Σημασιολογία

Ἀναβλύζω κατὰ τρόπον προκαλοῦντα οἱονεὶ γλυκύτητα, τέρψιν, εὐχαρίστησιν, εἰς μεταφ. σημ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ. Ἀπὸ τὴ φεγγαρόβρυση γλυκαναβρύστε οἱ ὕμνοι Κ. Παλαμ ἔνθ᾿ ἀν. Ἦρθες, γλυκανάβρυσε τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα πάνω ᾿ς τὰ λευκόχιˬονα πρόβαλ᾿ ἕνα θάμα Ν. Ἑστ. ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/