δάνειο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάνειο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάνειο τό, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. δάνειον

Σημασιολογία

1) Ποσὸν χρημάτων διδόμενον ἢ λαμβανόμενον ἐπὶ δανεισμῷ κοιν.: Κάνω - παίρνω δάνειο. Πῆρα δάνειο ἀπὸ τὴν τράπεζα κοιν. Ἀπ᾿ τὰ γύρου χουριˬὰ παίρναν δάνεια ἀπὶ τοὺν Κουτ᾿μάνη κί τ᾿ς ἄλλοι, γιˬὰ νά ξι᾿νήσουν κιˬ αὐτοὶ Θεσσ. (Τρίκερ.) || Γνωμ. Ὅπο͜ιος πίνει ἀπὸ τὰ δάνεια, δυˬὸ βολὲς μεθάει πολλαχ. Συνών. γνωμ. Ὅπο͜ιος πίνει δανεικά, δυˬὸ φορὲς μεθάει. 2) Ἡ σύμβασις ἡ ἀφορῶσα τὴν παροχὴν δανείου λογ. κοιν.: Θὰ κάμω ἔνα δάνειο ἀπὸ τὴν Τράπεζα ἑκατὸ χιλιάδων δραχμῶν καὶ θὰ χτίσω τὸ σπίτι κοιν. || Φρ. Τὸν ἔφαγαν τὰ δάνεια (ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως συναπτόντων δάνεια καὶ μὴ ἀναλογιζομένων τὰς συνεπείας) κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/