γλυκάννησο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκάννησο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γληκάννησο τό, γλυκάννησον Κύπρ. γλυκάννησο κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) γλυκά᾿σου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γλυκάννησε Τσακων. (Μελαν. κ.ἀ.) γλυκάννητσο Κάρπ. Κάσ. Πελοπν. (Τριφυλ.) γλυκὰ᾿τσου Μακεδ. (Γήλοφ. Κοζ.) Σάμ. γλυκά᾿τζου Μακεδ. (Βόιον Σιτοχ.) γλυκάννηθο Πελοπν. (Λακων.) γλυκάννηθου Μακεδ. γλυκά᾿θου Ἄνδρ. (Κόρθ.) γλυκάννηθ-θο Χίος γλυκάννησος ὁ, ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) γλυκάννησους Κύπρ. γλυκάννηζους Λυκ. (Λιβύσσ.) γλυκά᾿τσους Μακεδ. (Βελβ.) γλυκά᾿τζους Μακεδ. (Βλαστ. Γρεβ. Κοζ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γλυκάννησον. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,602, 605. Παραδίδονται ὡσαύτως αἱ γραφαὶ γλυκάνισον καὶ γλυκάνησον. Οἱ τύπ. γλυκάννηθο - γλυκαννηθ-θο ἐκ τῶν γλυκάννησο καὶ ἄνηθο.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Ἄννησον τὸ κοινὸν (Pimpinella anisum) τῆς οἰκογ. τῶν Σκιαδιοφόρων (Umbelliferae) Κεφαλλ. Κρητ. Κύπρ. Λέσβ. Μακεδ. (Βόιον Γήλοφ.) Μέγαρ. Παξ. Πελοπν. (Μεσσην.) Ρόδ. Σίφν. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Χίος - Π. Γενναδ., Λεξικ. φυτολογ., 125 - Λεξ. Βάιγ. Πόππλετ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. 476 Πρω. Δημητρ.: Ἦτα μιˬὰ γυναῖκα τσαὶ τὴν ἐλέαν Κλωστροῦ τσαὶ ξεχορτάριˬατζεν γλυκάννηθ-θο Χίος. Ἐκαταγινότανι ᾿ς τὸ γλυκάννησο καὶ τ᾿ ἀμπέλιˬα (ἠσχολεῖτο μὲ τὴν καλλιέργειαν τοῦ γλυκαννήσου καὶ τῶν ἀμπελιῶν) Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Ἄ βάλουμι γιˬαdὶς μαστίχα γλυκα᾿σου, θὰ κάνουμι οὖζου Σάμ. Τὸ γλυκάννησε ἔι μοσκοβοοῦντα (τὸ γλυκάννησο μοσκοβολάει) Μέλαν. || ᾎσμ. Βασιλικούδα μου ψιντρὴ κιˬ ἀνθὲ τοῦ γλυκαννήσου, τὸ πλάσμα θανατώνεις το μὲ τὸ γλυκὺν τὸ ᾿δεῖν σου (ψιντρὸς = λεπτὸς) Κύπρ. Συνών. ἀνασόνι. β) Κατὰ συνεκδ., ὁ σπόρος τοῦ ἀνωτέρω φυτοῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) Τσακων. (Μέλαν.): Τὸ ψωμὶ μὲ γλυκάννησο δέν τ᾿ ἀρέσει σύνηθ. Τὸ οὖζο - ἡ μαστίχα ἔχει πολὺ γλυκάννησο σύνηθ. Φέρε μου λίγο γλυκάννησο νὰ ρίξω ᾿ς τὰ σπερνὰ (= κόλυβα) Πελοπν. (Τριφυλ.) Αὐτὴ ἡ ρακὴ ἔχει λίγο γλυκά᾿τσου Μακεδ. (Κοζ.) Μὴ βάλ᾿ς πουλὺ γλυκά᾿τσου ᾿ς τὴ ρακή, γιˬατ᾿ ἀσπρίζ᾿ αὐτόθ. 2) Τὰ σπέρματα τοῦ φυτοῦ Μάραθον τὸ κοινὸν (Foeniculum vulgare) τῆς οἰκογ. τῶν Σκιαδιοφόρων (Umberlliferae) Θεσσ. (Κρυόβρ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.): Νὰ μάσ᾿ς κὶ λίγου γλυκά᾿σου νὰ τ᾿ βάλουμ᾿ ᾿ς τοὺ ρακὶ Κρυόβρ. 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλυκάννησο τοῦ βουνοῦ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀνωτέρω φυτὸν Μάραθον τὸ κοινὸν Μέγαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/