γυναικάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικάκι τό, σύνηθ. γυναικάτσι Πάρ. γυναικάτσι Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ᾿υναικάκι Νάξ. (Ἁπύρανθ.) γεναικάτι Κῶς κ.ἀ

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γυναῖκα.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρόσωμος γυνὴ σύνηθ.: Τί γυναικάκι εἶν᾿ αὐτό! Γυναῖκα θὰ τὴν πῇς; αὐτὴ εἶναι γυναικάκι σύνηθ. Περνάει ἕνα γυναικάκι κατσιˬασμένο (= ζαρωμένο) Ἀθῆν. Εἶδες ἕναγ γυναικάτι; τόσουὰ εἶναι (τόσουὰ = τόσον δά, μικρόν) Κῶς. Συνών. γυναικάρι, γυναίκι, γυναικίτσα 1, γυναικίτσι, γυναικούδα, γυναικουδάκι, γυναικούδι, γυναικούλα 1.2) Νεᾶνις παριστάνουσα τὴν ὥριμον γυναῖκα Σύμ. 3) Ἡ μικρὰ τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ ἀνάστημα σύζυγος Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Δὲ φεᾷ κ᾿ εὐτεινοῦ τὸ ᾿υναικάκι του καθόου, ἕνα ᾿υναικάκι μικρὸ-μικρὸ εἶναι Ἀπύρανθ. β) Θωπευτικῶς, ἡ σύζυγος Ἀθῆν. Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Πάρ.: Καλῶς τὸ γυναικάκι μου! Ἀθῆν. Τὴν ἤθελε γιˬὰ γυναικάτι Χωρίο Βουν. || ῏Ασμ. Ἀσπάλαθρο ᾿ς τὴ γειτονιˬὰ τσαὶ κατοφρυγανάτσι, ἀκόμα δὲ γεννήθητσες τσαὶ θὲς τσαὶ γυναικάτσι! Πάρ. Συνών. γυναικίτσα, γυναικούλα. 4) Τὸ γύναιον, ἡ ἐλευθέρων ἠθῶν γυνὴ Σύμ.: Κάτσε, μωρὴ γυναικάκι, bοὺ bαίν-νεις κ᾿ ἐσὺ μὲ τοὺς ᾿ποφανάτους (= τιμίους, ἐκλεκτούς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/