δανεισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δανεισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δανεισμὸς ὁ, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. δανεισμός.

Σημασιολογία

Ἡ παροχὴ ἢ συνομολόγησις ἢ λῆψις δανείου λογ. κοιν. Συνών. δάνεισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/