γυναικάκιˬας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικάκιˬας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικάκιˬας ὁ, Ἀθῆν. Πειρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαρ-γαλ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Χίος-Γ. Ξενόπ., Κατήφ., 371-Λεξ. Δημητρ. ᾿νικάκιˬας Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκιˬας. Πβ. κοριτσάκιˬας, κορτάκιˬας, παντρεμενάκιˬας, σαχλαμαράκιˬας.
Σημασιολογία
1) Χλευαστικῶς, ὁ γυναικοθὴρας, ὁ ἀρεσκόμενος νὰ συναναστρέφεται μετὰ γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἦρθε κ᾿ ἐκεῖνος ὁ γυναικάκιˬας κιˬ ἀρχίνησε τὶς ἀργολαβίες μὲ τὰ κορίτσα τσῆ ρούγας (ἀργολαβίες = ἐρωτοτροπίες, ρούγα = γειτονιὰ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸν σιχαίνουμαι αὐτὸν τὸν γυναικάκιˬα! Γ. Ξενοπ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυναικαλᾶς 1, γυναικάρης, γυναικᾶς 1, γυναικάσιˬος, γυναικοκυνηγός γυναικουλᾶς, γυναικουλης 2, κοριτσάκιˬας, ποδόγυρος. 2) Ὁ ἔχων τρόπους γυναικός, ὁ θηλυδρίας Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Χίος - Λεξ. Δημητρ. Συνών. γυναικαλᾶς 2, γυναικᾶς 2, γυναικούλης 2, γυναικωτὸς 1, κολέτης, μισογύναικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA